31/3/10
ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
Μουσική και αθλητισμός, δύο κόσμοι που σε πρώτη ματιά φαίνονται διαμετρικά αντίθετοι, παρουσιάζουν, στην πραγματικότητα, ένα σημαντικό αριθμό κοινών χαρακτηριστικών σε δύο, κυρίως, τομείς: στο πνεύμα της άμιλλας και του παιχνιδιού που ενυπάρχει στη φύση των δύο δραστηριοτήτων αλλά και στον τρόπο της πρακτικής εξάσκησης και της παρουσίασής τους στο κοινό.
Η ύπαρξη μουσικών αγώνων, σε αντιστοιχία με τους αθλητικούς, χρονολογείται ήδη από την αρχαία Ελλάδα. Στην ύπαρξη μουσικών αγώνων συνηγορεί η ίδια η φύση της μουσικής εκτέλεσης (μια σειρά εξειδικευμένων σωματικών κινήσεων, εκ μέρους του εκτελεστή, που συντελούνται και ολοκληρώνονται μέσα σε ένα, σχετικά, σύντομο χρονικό διάστημα), καθώς και το γεγονός ότι αυτή μπορεί να συμβεί κατ' επανάληψη: μπορούμε για παράδειγμα να ακούσουμε ένα μουσικό έργο σε τέσσερις ή πέντε διαφορετικές εκτελέσεις κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας ως προς την αισθητική τους αποτίμηση, κάτι αδύνατο για τέχνες όπως η ζωγραφική ή η γλυπτική.
Σήμερα, η ύπαρξη αθλητικών ή μουσικών αγώνων, με τη μορφή διεθνών διαγωνισμών, είναι παγκόσμια καταξιωμένη και απαραίτητη στην ανάδειξη των νέων αθλητών ή βιρτουόζων μουσικών. Αθλητές και μουσικοί μοιάζουν να συναγωνίζονται αλλήλους στην αναζήτηση της τελειότητας και της μέγιστης απόδοσης, πολλές φορές στα όρια των ανθρώπινων σωματικών δυνατοτήτων, αλλά επίσης λειτουργούν ομαδικά -σε μικρές ή μεγαλύτερες αθλητικές ομάδες και μικρά ή μεγαλύτερα ορχηστρικά σύνολα- στο πλαίσιο κοινής προσπάθειας για δημιουργία και έκφραση.
Ο μαέστρος-διαιτητής (Θ. Αντωνίου) ανάμεσα στην ορχήστρα (Καμεράτα), που είναι χωρισμένη σε δύο αντίπαλες ομάδες. Από πάνω τους, ο φωτεινός πίνακας μετράει το σκορ. Oλα αυτά, στο έργο Pok-Ta-Pok του Λ. Χατζηλεοντιάδη, που στηρίζεται στη θεωρία των παιχνιδιών ακολουθώντας το πρότυπο του Ι. Ξενάκη (φωτ.: Ακριβιάδης).
Οι δύο δραστηριότητες μοιράζονται στη βάση τους ένα ευρύτατο κοινό ερασιτεχνών αθλητών / μουσικών, που οδηγεί στην κορυφή, σε μια κατηγορία ελάχιστων, σχεδόν ημίθεων, πρωταθλητών/ βιρτουόζων. Και όσο κι αν στα προκαταρκτικά στάδια η αθλητική ή η μουσική δραστηριότητα δεν προσφέρουν παρά χαρά και ψυχική ανάταση στους συμμετέχοντες, στην κορυφή η αναζήτηση της τελειότητας και η αυστηρή πειθαρχία κυριαρχούν, σε έναν κόσμο υψηλότατων προδιαγραφών και απαιτήσεων, όπου οι απογοητεύσεις και οι εκδηλώσεις σωματικής ανεπάρκειας (τραυματισμών) είναι συνηθισμένο φαινόμενο.
Aλλωστε, είναι γνωστό το παράδειγμα του μεγάλου συνθέτη του ρομαντισμού Ρόμπερτ Σούμαν, που στην προσπάθειά του, μέσω ειδικών τεχνικών, να ενδυναμώσει τα δάκτυλα των χεριών του, κατέληξε στο να αχρηστεύσει πλήρως μερικά από αυτά και να εγκαταλείψει έτσι τις πιανιστικές του φιλοδοξίες. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε επίσης ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1990 δημιουργήθηκε στη Λυών ειδική κλινική για την ίαση παθήσεων που προέρχονται από τη χρόνια εντατική μουσική εξάσκηση (παθήσεις των δακτύλων, αναπνευστικά προβλήματα, πόνοι στη μέση), στα πρότυπα των σύγχρονων αθλιατρικών κέντρων.
Πέρα από σύνορα
Ο συνθέτης Τζον Κέιτζ περί το 1947 (φωτ.: B. Schiller © Performing Artservices Inc, Νέα Υόρκη).
Η παγκοσμιότητα της μουσικής και του αθλητισμού είναι στοιχείο που επίσης φέρνει κοντά τους δύο αυτούς κόσμους. Μουσική και αθλητισμός κάνουν χρήση ενός συνόλου κανόνων στη διάρθρωσή τους, που ξεπερνώντας τα γλωσσικά όρια, γίνεται παγκόσμια κατανοητός. Αθλητικοί αγώνες και μουσικές εκδηλώσεις έχουν στις μέρες μας ευρύτατη απήχηση, καθώς απευθύνονται σε πλήθος κόσμου, ξεπερνώντας πολιτισμικά και γλωσσικά σύνορα. Eτσι, οι δύο αυτοί κόσμοι συναντούνται και επικοινωνούν σε μια αλληλεπίδραση που προσδιόρισε διαυγέστατα ο μεγάλος βιολιστής Ισαάκ Στερν, όταν παρομοίασε την αυτοσυγκέντρωση ενός ερμηνευτή πριν από τη συναυλία με αυτήν ενός αθλητή πριν από τον αγώνα: «η κάθε μουσική εκτέλεση πρέπει απαραίτητα να έχει έναν αυθορμητισμό. Η ουσία τού να κάνεις μουσική είναι το να ξαναανακαλύπτεις συνεχώς τα ίδια πράγματα. Είναι σαν το μυαλό σου μόνο να είναι γεμάτο με μουσική, με μουσικές ιδέες και μια φυσική αίσθηση της αρχής και του τέλους, αυτού που πρόκειται να ξεκινήσεις και για το οποίο προετοιμαζόσουν εδώ και καιρό, όπως ένας αθλητής που πρόκειται να κάνει μια ρίψη, ή ένα άλμα, ή οτιδήποτε παρόμοιο.
Πριν συμβεί οτιδήποτε πραγματικά, για ένα κλάσμα δευτερολέπτου συγκεντρώνεσαι, προκειμένου να πραγματοποιήσεις αυτό ακριβώς για το οποίο προετοιμαζόσουν· οι σκέψεις και τα συναισθήματά σου αναμειγνύονται και μπορείς να δεις, να νιώσεις και να ακούσεις πώς θα εκφραστούν, και ελπίζεις ότι το κοινό θα το απολαύσει». Είναι αυτή η αλχημεία σκέψεων και συναισθημάτων σε συνδυασμό με το δραματικό στοιχείο της αυστηρά καθορισμένης χρονικής διάρκειας μέσα στην οποία οφείλει ένας αγώνας, ή μια μουσική εκτέλεση, να ολοκληρωθεί, που φέρνει τόσο κοντά τη μουσική και τα σπορ, ως προς την παρουσίασή τους και τον τρόπο επικοινωνίας τους με το κοινό.
Εμπνεόμενοι από αθλήματα
Πολλοί συνθέτες εμπνεύστηκαν από τα σπορ, ή το πνεύμα των σπορ, γράφοντας έργα που κινούνται γύρω από αθλητικές δραστηριότητες, ή ενσωματώνοντας στην πλοκή των έργων τους -εφόσον αυτά ήταν μουσικά θεατρικά έργα (όπερες)- αθλητικά γεγονότα και την έκβαση αυτών. Aλλοι πάλι, προσπάθησαν να εφαρμόσουν ως συνθετικό κανόνα των έργων τους την «παιγνιώδη» διάθεση, ενσωματώνοντας στις συνθέσεις τους την έννοια του απρόβλεπτου, που ενυπάρχει σε κάθε αθλητική εκδήλωση.
Το 1928 ο Γαλλο-ελβετός συνθέτης Αρτίρ Ονεγκέρ εμπνέεται ένα συμφωνικό έργο από το Ράγκμπι.
Eνα από τα πρώτα αθλήματα που εισήλθαν ως πηγή έμπνευσης στο μουσικό ρεπερτόριο ήταν το αριστοκρατικό τένις. Ο περίφημος Γάλλος συνθέτης Κλοντ Ντεμπισί έγραψε το 1912, λίγο πριν από τον θάνατό του, μια σουίτα μπαλέτου με τον τίτλο Jeux (Παιχνίδια αλλά και Αγώνες στα γαλλικά). Η υπόθεση του μπαλέτου -δύο νέοι που φλερτάρουν ψάχνοντας ένα χαμένο μπαλάκι του τένις μέσα σ' ένα μισοφωτισμένο κήπο, για να αποκαλυφθούν από ένα δεύτερο μπαλάκι που τυχαία έρχεται προς το μέρος τους- έδωσε στον Γάλλο συνθέτη το έναυσμα για μια εντελώς ιδιαίτερη μουσική, που μοιάζει να στερείται κατευθυντήριας γραμμής, τουλάχιστον με την αυστηρή, κλασική έννοια του όρου, στην προσπάθειά της να αποδώσει ηχητικά τις περιπλανήσεις μιας μπάλας του τένις κι ενός ζευγαριού γύρω από αυτήν. Αν και πέρασε απαρατήρητο στην εποχή του, το έργο χαιρετίστηκε από τον Κάρλχάιντς Στοκχάουζεν και την επόμενη γενιά μουσικών ως ένας από του σημαντικότερους πρόδρομους της σύγχρονης μουσικής.
Αν ο Ντεμπισί θέτει το τένις ως νοηματικό πλαίσιο για τη διάρθρωση του έργου του, λίγα χρόνια αργότερα, το 1928, ο Αρτύρ Ονεγκέρ τοποθετεί ένα άθλημα στο επίκεντρο μιας μουσικής σύνθεσης και τιτλοφορεί το συμφωνικό του έργο Mouvement Symphonique No2 Ράγκμπι. Ο συνθέτης αμφιταλαντεύτηκε αρκετά ανάμεσα στην επιλογή αυτού του αθλήματος έναντι του ποδοσφαίρου, ενώ ανέλαβε ο ίδιος να προσδιορίσει τη σχέση μουσικής και αθλητισμού: «Θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς τη μουσική μου ως προγραμματική. Το έργο αναζητεί απλώς να αποδώσει στη μουσική γλώσσα, τις επιθέσεις και τις αντεπιθέσεις του παιχνιδιού, όλο το χρώμα και τον ρυθμό ενός αγώνα στο stade de colombes».
Το έργο γεμάτο από συγκοπτώμενους ρυθμούς και βίαιες συγκρούσεις τονικοτήτων, στο πλαίσιο του αισθητικού ρεύματος της πολυτονικότητας που πρέσβευε ο Ονεγκέρ, αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα γόνιμης αλληλεπίδρασης μουσικής και αθλητισμού και μία από τις ευτυχέστερες περιπτώσεις στιλιστικής ταύτισης: ο συνθέτης ήθελε να κάνει ένα έργο «ρωμαλέο» και τραχύ σε αντιδιαστολή με τις λεπτεπίλεπτες, γεμάτες περίτεχνες φωτοσκιάσεις, υφολογικές αναζητήσεις του ιμπρεσιονισμού· ο κόσμος του ράγκμπι του πρόσφερε μια εξαιρετική πηγή έμπνευσης.
Η θεωρία των παιχνιδιών
Ο Ιάννης Ξενάκης χρησιμοποίησε για τη σύνθεση ορισμένων έργων του τη μαθηματική θεωρία των παιχνιδιών. Φωτογραφία από την παρουσία του στο φεστιβάλ της Ρουαγιάν το 1974 (φωτ.: Mali, Αρχείο Ξενάκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας).
Η ανέμελη πρώτη μεταπολεμική δεκαετία του 1920 αναζήτησε έμπνευση στο χαρούμενο κόσμο των σπορ, που τότε έκανε δειλά δειλά την εμφάνισή του ως ένα ευρύ κοινωνικό φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας. Αργότερα, η διασκέδαση παραχώρησε τη θέση της στην πολιτική και έτσι γράφτηκαν μουσικά έργα που αν και αντλούσαν τη θεματολογία τους από τον κόσμο των σπορ, υπηρετούσαν μια προπαγανδιστική λογική, εξυμνώντας την ανωτερότητα του νικητή και του κράτους από το οποίο προερχόταν, απέναντι στον ηττημένο.
Τέλος, αμέσως μετά τον πόλεμο και πριν από την εμφάνιση της μαζικής μουσικής κουλτούρας των σταδίων και της ηλεκτρικής ενίσχυσης του ήχου, στo πλαίσιο αναζήτησης πηγών έμπνευσης στον χώρο της επιστήμης, αρκετοί συνθέτες όπως ο Τζων Κέητζ και ο Ιάννης Ξενάκης εφάρμοσαν, με προσωπικό τρόπο ο καθένας, τη μαθηματική θεωρία των παιχνιδιών, στη σύνθεση των έργων τους. Πρόκειται για αφηρημένη, αλλά και ενδιαφέρουσα αισθητική πρόταση, που, όμως, διαφοροποιείται ριζικά από το πνεύμα συνθετών όπως ο Ντεμπισί ή ο Ονεγκέρ.
Μουσική και αθλητισμός συναντώνται σήμερα στο πλαίσιο της δημιουργίας ευρύτερων, γιγαντιαίων, θεαμάτων. Μια συνάντηση που, αν και περιλαμβάνει μόνο τη θριαμβική, διονυσιακή πλευρά της μουσικής, όπως σχολιάζουν οι επικριτές της, έχει αποδειχθεί γόνιμη και καλλιτεχνικά αξιόπιστη.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Subscribe to:
Αναρτήσεις (Atom)